παρευημερώ

παρευημερώ
-έω, Α
1. έχω μεγάλη ευημερία, ακμή, αφθονία
2. παθ. παρευημεροῡμαι, -έομαι
νικώμαι από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”